ελαφρόπετρα — η αλαφρόπετρα, κίσηρις … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
κατακισηρίζω — (Α) τρίβω σημεία τού δέρματος με ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κισηρίζω «τρίβω με ελαφρόπετρα» (< κίσηρις «ελαφρόπετρα»)] … Dictionary of Greek
κισήρι — το (AM κισήριον, Μ και κισήρι) [κίσηρις] νεοελλ. μσν. ελαφρόπετρα αρχ. μικρή ελαφρόπετρα … Dictionary of Greek
κίσηρη — η (Α κίσηρις, ήρεως και ήριδος και κίσηλις) ελαφρός σπογγοειδής ή διάτρητος λίθος, ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] … Dictionary of Greek
κηροκίσηρον — κηροκίσηρον, τὸ (Μ) μίγμα κεριού και ελαφρόπετρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κίσηρις «ελαφρόπετρα»] … Dictionary of Greek
κισηρίζω — (Α) [κίσηρις] λειαίνω κάτι με ελαφρόπετρα … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek